προσεταιρίσασθαι

προσεταιρίσασθαι
προσεταιρίζομαι
take to oneself as a friend
aor inf mp
προσεταιρίζομαι
take to oneself as a friend
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъчоужати — ОТЪЧОУЖА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Удалять, отстранять: инѣ(х) на зло приобщающе ѿчюжающе. (προσεταιρίσασϑαι!) ГБ к. XIV, 7. Ср. очѹжати …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσεταιρίζομαι — ΝΜΑ, και προσεταιροῡμαι, έομαι, Α [ἑταιρίζω, ομαι] εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.) αρχ. 1. κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”